- κυαμευτός
- κυαμευτόςchosen by beansmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυαμευτός — κυαμευτός, η, όν (Α) [κυαμεύω] 1. (για άρχοντα) αυτός που εκλέγεται με ψήφο, με ψηφοφορία («λέγων ὡς μῶρον εἴη τοὺς μὲν τῆς πόλεως ἄρχοντας ἀπὸ κυάμου καθιστάναι, κυβερνήτη δὲ μηδένα ἐθέλειν χρῆσθαι κυαμευτῷ», Ξεν.) 2. (για ψηφοφορία) αυτή που… … Dictionary of Greek
κυαμευτόν — κυαμευτός chosen by beans masc acc sg κυαμευτός chosen by beans neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυαμευταί — κυαμευτός chosen by beans fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυαμευτῷ — κυαμευτός chosen by beans masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
КИАМЫ — • Κύαμοι, бобы, употреблялись в Афинах при выборах в должности посредством жребиев. При этих выборах обыкновенно ставились две урны: в одну опускались таблички (πινάκια) с именами кандидатов; чье имя и известного цвета боб… … Реальный словарь классических древностей
κυαμιστός — κυαμιστός, ή, όν (Α) (εσφ. γρφ.) κυαμευτός* … Dictionary of Greek